-
1 нырнуть
-
2 нырять
ρ.δ.1. βυθίζομαι, καταδύομαι, βουτώ, ποντίζομαι.2. μτφ. εισδύω, χώνομαι•нырять в толпу χώνομαι στο πλήθος.
3. ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. || κάνω βουτιά•самолт -яет в воздухе το αεροπλάνο κάνει βουτιές στον αέρα.
|| (πυγμαχία) κάμπτομαι, αποφεύγω τα χτυπήματα στο κεφάλι.
См. также в других словарях:
βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… … Dictionary of Greek
κυμβητιώ — κυμβητιῶ, άω (Α) [κύμβη (II)] πέφτω με το κεφάλι, κάνω βουτιά … Dictionary of Greek
καταδύομαι — καταδύθηκα, βυθίζομαι κάτω από το νερό, βουλιάζω, κάνω βουτιά: Καταδύθηκε βαθιά στη θάλασσα και χτύπησε σε μια πέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)